- κτηνώδους
- κτηνώδηςlike a beastmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… … Dictionary of Greek
κτηνωδία — και χτηνωδία, η (AM κτηνωδία, Α και κτηνώδεια) [κτηνώδης] η κατάσταση τού κτηνώδους νεοελλ. μσν. ηθική πώρωση, βαναυσότητα, χυδαιότητα, απανθρωπιά … Dictionary of Greek
κτηνωδία — κτηνωδία, η και χτηνωδία, η η ιδιότητα του κτηνώδους, η βαναυσότητα, η χυδαιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)